- πολυάκανθος
- πολυ-άκανθος, mit vielen Dornen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυάκανθος — welted thistle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάκανθος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάκανθον είδος φυτού με αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄκανθος (πρβλ. λευκ άκανθος, μον άκανθος)] … Dictionary of Greek